- ἀρνουμένῳ
- ἀρνέομαιdenypres part mp masc/neut dat sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъмѣтатисѧ — ОТЪМѢТА|ТИСѦ (93), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отказываться, отвергать: и къто ѥсть обьща˫а вѣры отъмѣта˫асѧ и заповѣди. отъ оц҃ь извѣщеныихъ своѥю братиѥю. (τίς ἐστιν ὁ… ἀρνούμενος) КЕ XII, 169а; Насарѧне съказаѥмии непокоривии. иже вьсѧкого плото˫адени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… … Dictionary of Greek